Αφιερωμένο στην αγαπημένη μου αδερφή, Πόπη

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2009


Αναπολώ την χρυσή εποχή των 90’s και όσες φορές έχει τύχει να κάνω αναδρομή στο παρελθόν, είτε με φίλους είτε μόνη μου, πάντα μα πάντα θυμάμαι εμας. Τα καλοκαίρια σίγουρα αποτελούν το πιο ξεχωριστό και αστείο κομμάτι αυτής της διαδρομής αλλά υπάρχει και ένα «πριν», καθοτι δεν σεληνιαζόμασταν στα καλά καθούμενα μόνο κάθε καλοκαίρι. Είχαμε την τρέλα στο αίμα μας.

Πρέπει να ήμουν εγώ 5 χρονών και εσύ 8 όταν ανακαλύψαμε την μαγεία του video clip. Κομμάτι - σουξέ της εποχής «Γιατί τόση ερημιά / The dessert is in your heart» που ακούγαμε σε κασσέτα, στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου. Εσύ η Bonnie Tyler, εγώ η Σοφία Αρβανίτη και τουμπαλιν πολλές φορές. Αυτό που δεν κατάλαβα ποτέ είναι γιατί έπρεπε η Bonnie να τραγουδάει πάντα απο το πάτωμα του αυτοκινήτου... (!)

Μετά πάμε στο κεφάλαιο ντύσιμο. Εποχή του ’90 και το κολαν ήταν στη μόδα. Φυσικά και δεν θα έλειπε απο τη δική μας γκαρνταρόμπα. Αυτό που θυμάμαι πρώτο είναι το κολάν το ποδηλατικό, που το ύφασμα σου τράβαγε την τρίχα (γιατι ακόμα δεν είχαμε ξυριστεί) και σε έκανε να ξύνεσαι με μανία. Η ροζ γραμμή, δε, στο πλάι νομίζω ήταν το σήμα κατατεθέν. Και πάντα μα πάντα φοριόταν σε συνδυασμό με μπλουζάκι χελωνονιντζάκια.

Επίσης θυμάμαι κάτι καταπληκτικά σετάκια - ψαράδικο κολάν σε παπαγαλί συνήθως χρώματα με μπουστάκι που οταν σήκωνες τα χέρια ανέβαινε πανω απο το βυζί – που συνδυάζονταν τέλεια και με τα πλαστικά με τρύπες παπούτσια της θάλασσας.

Επόμενος σταθμός τα μπλουζάκια με τις στάμπες. Ξεκινούσες απο στάμπα μωράκι, κατα προτίμηση γυμνό, και πάντα μα πάντα 3 νούμερα μεγαλύτερο το μπλουζάκι απο αυτό που πραγματικά φορούσες (κι αυτό γιατί η έννοια κολλητό αναφερόταν μόνο στα κολάν). Μετά ανέβαινες επίπεδο και πήγαινες στο μπλουζάκι «Μανούσος Μανουσάκης», με την φάτσα του Γκλέτσου και της Παπαχαραλάμπους σε τρυφερό τετ α τετ και απο κάτω με μεγάλα γράμματα «Ψίθυροι Καρδιάς», το οποίο περεπιπτόντως μετά απο 3 πλυσίματα γινόταν «θυροι αρδιας». Τελευταίο στάδιο εξέλιξης ήταν η στάμπα Τιτανικός με όλες τις φάσεις της ταινίας τυπωμένες πάνω σου. Και το φίλμ ταινίας να τυλίγαμε την ίδια δουλειά θα έκανε!

Τα must της εποχής συνεχίζονται με την τρέεεεεελα που υπήρχε να κολλάμε αυτοκόλλητα σε αλμπουμ. Το τι τσίχλα με έιχες βάλει να μασήσω δεν λέγεται. Όχι τίποτα άλλο δεν ήταν ούτε εύγευστες ούτε ευκολομάσητες. Η μασέλα κοντευε να μας φύγει για να βρεις εσύ το τελευταίο χαρτάκι του Νικ... Απορώ γιατι έπρεπε να μασήσουμε τόσες τσίχλες και δεν βγάζαμε απλά μόνο το αυτοκόλλητο απο μέσα????

Μην σου θυμίσω δε το συνδυασμό της λέξης «βάσανο» με τον ανθό ενός περίεργου φυτού που είχαμε στο μπαλκόνι. «Ταρζαν φάει βάσανο» άκουγα και μέχρι μια ηλικία νόμιζα οτι τα βάσανα είναι φυτά που τρώγονται (... και μετά απορείς απο πού απέκτησα φαντασία και δημιούργησα τα λουμπούγελα!!!)

Να τονίσω επίσης και την λατρεία που είχαμε στην αυτοκαταστροφή. Εσύ απο τη μια να καταπίνεις τα πούλια του Score 4 γιατι είχες μπει στο ρόλο του να πίνεις τσάι κι εγώ απο την άλλη να ξύνω με ξύστρα το μικρό δαχτυλάκι του χεριού μου για να μεγαλώσει το νύχι ( πρακτικά μυαλά και οι δυο μας).

Και πάμε τώρα στην ενότητα «Καλοκαίρι», όπου σημαντικό ρόλο παίζει πάντα η γιαγιά.

Εκκλησία: Απαραίτητη διαδικασία και ιδιαίτερα σε μεγάλες γιορτές. Η βαρεμάρα δεδομένη, το ίδιο και η παρέα με άλλες 10 ηλικιωμένες καθώς δεν μπορούσαμε να βγούμε και στο προαύλιο να παιξουμε βρε αδερφέ! Κορυφαία στιγμή αυτής της υποενότητας το μεθύσι που είχαμε κάνει ανήμερα των Αγίων Αναργύρων´ κι αφού η εκκλησία είχε φιλοτιμηθεί να σερβίρει δωρεάν γεύμα και κρασί φιλοτιμηθήκαμε κι εμείς με τη σειρά μας να τα δοκιμάσουμε και ειδικά το δεύτερο (σε υπερβολικό βαθμό).

26 του μηνός: τι συνέβαινε τότε? Μα τα πάντα φυσικά! Σηκωνόμασταν χαράματα. Παίρναμε ταξί (πιο παλιά και ΚΤΕΛ όπου έκοβες εισιτήριο σε διάφορα χρώματα ανάλογα με την ηλικία). Πηγαίναμε στην τράπεζα. Πληρωνόταν η γιαγιά. Παίρναμε το ferry boat. Πηγαίναμε ερέτρια. Κατευθείαν για μπάνιο στο «Νησι των Ονείρων» και μετά σουβλάκια για μεσημεριανό. Γυρίζαμε. Κοιμόμασταν. Το βράδυ σουβλάκι και παγωτό μηχανής ανάμεικτο. (Τελικά τρώγαμε σαν βόδια καθε 26!)

Πατάτες τηγανητές: καθημερινό απογευματινό γεύμα. Αφού ο Καποδίστριας αν μας ήξερε θα μας έκανε πελάτες κατευθείαν (μην πιάσω καν το θέμα άμυλο, χολιστερίνες κλπ κλπ)

Τζοκερ: ευχάριστη ανάμνηση, ειδικά όταν μας έβαζε να συμπληρώνουμε εμείς τους αριθμούς. Βέβαια το σλόγκαν «Κι αν σου κάτσει» πολυ παραμύθι.

Κομμώτρια Σουλα (δεν θυμάμαι αν την έλεγαν έτσι): το μόνο που θυμάμαι είναι το εκπληκτικά αναμενόμενο κούρεμα που μας έκανε. Φιλαριστά μπορει να της ζητούσες να στα κοψει και κατέληγες με το ίσιο καρέ μεχρι τους ώμους...

Ρούχα: Φυσικά και δεν θα ξεχάσω τα υπέροχα σε σχεδιασμό και ύφασμα ρούχα που μας έφτιαχνε κάπου κάπου η γιαγιά. Σετ φούστα – μπλούζα. Το χρώμα, ακαθόριστο´ Ο σχεδιασμός σου έκοβε την ανάσα... κυριολεκτικά όμως. Η λαιμόκοψη απο το μπλουζάκι ήταν ίσα ίσα για να μπει το κεφάλι σου και να μην ξαναβγεί ποτέ απο εκει μέσα. Το καλύτερο όμως ήταν οτι είχαμε και ασορτί μαξιλαροθήκες (!) Τώρα που το σκέφτομαι θα μπορούσαμε να είχαμε δημιουργήσει και ρεύμα στο χώρο της μόδας του τύπου «Φόρα το σπίτι σου» ή κατι τέτοιο...

Θάλασσα: Το κεφάλαιο θάλασσα ίσως και να είναι το πιο βασανιστικό (για τότε) και το πιο ευχάριστο (για τώρα) κεφάλαιο της ζωής μας. Η διαδρομή απο το σπίτι για τη θάλασσα και απο τη θάλασσα για το σπίτι ήταν ένας συνεχής τσακωμός. Ο λόγος? Ποιος θα κρατάει την τσάντα της θαλάσσης. Όχι, όχι μην μπερδεύεσαι, δεν τσακωνόμασταν επειδή την θέλαμε τόσο πολύ. Το αντίθετο. Καμία δεν ήθελε την τσάντα (λες και θα μας χαλούσε το prestige) κι έτσι είχαμε αποφασίσει να την κρατάμε με βάρδιες. Ε ναι, ισότητα πάνω απ’όλα!

Θάλασσα Νο.2: Ναι, καλά το πήγαινε και το έλα, το ενδιάμεσο όμως το ξεχνάς? Αμ δε! Η ονειρική, εξωτική θάλασσα του Χαλκουτσίου που δεν είχε να ζηλέψει τίποτα... απο τον Αμαζόνιο. Έμπαινε μέσα και τεράστια φυτά τυλίγονταν γύρω απο το κορμί σου. Έβγαινες και θύμιζες σούσι (πραγματικά τόσο φύκι μόνο εμεις και το σούσι πάνω μας, γι’ αυτό και η αντιπαραβολή).

Μαρία η Μαύρη: Τρελή παρέα στην παραλία. Ηλικία: γύρω στα 63 (τότε). Μαύρη λόγω χημικής επίδρασης μπύρας και ήλιου (μην με ρωτάς πως, δική της πατέντα). Την αναφέρω μόνο και μόνο επειδή έχω τις εξής απορίες: 1ον λες ακόμα να μαυρίζει, κι αν ναι, μεχρι που θα φτάσει (γιατι απ’ οτι θυμάμαι, πιο σκούρο χρώμα απο το χρώμα του κάρβουνου δεν υπάρχει, εκτος κι αν έχει αλλάξει το χρωματολόγιο)? 2ον εγώ λίγο χρώμα παίρνω το καλοκαίρι κι αμέσως Σεπτέμβρη μήνα ξεφλουδίζω, αυτή γιατί παρέμενε γκάγκανο όλο το χειμώνα?

Πλατεία: Παιχνίδι κάθε βράδυ. Παρέες διαφορετικές ενίοτε. Κι όταν λέω παρέες διαφορετικές εννοώ την κοινή μας φίλη Χριστίνα. Τόσες πολλές προσωπικότητες απο τότε που την γνωρίσαμε. Και όχι τυχαίες προσωπικότητες. Διασημότητες. Τη μια γνωρίζαμε τον Μαικλ Τζάκσον ή για την ακρίβεια τον άνθρωπο που είχε μάθει στον Τζακσον τις φιγούρες. Μετά απο ένα χρόνο (κι ένα σεισμό που ποτέ δεν καταλάβαμε) εμφανιζόταν μπροστά μας η ροζ πάουερ ρέιντζερ. Νομίζω σε αυτά τα 10 χρόνια περίπου είχαμε γνωρίσει και την Ζήνα αλλά και τον Σπάιντερμαν (βλέπε ξάδερφος Χριστίνας). Οτι θα ήταν ξαδέρφια ο Σπάιντερμαν με τη Ζήνα ούτε ο Σπίλμπεργκ στα πιο τρελά του όνειρα δεν το έχει δει.

...και είναι άλλα τόσα που θυμάμαι κι άλλα τόσα που ξεχνάω. Τα σημαντικότερα όμως που μας κάνουν να γελάμε ασταμάτητα είναι εδω μέσα. Enjoy!

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου